Ο θεσμός του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης θεσμοθετήθηκε με τον νόμο του «Καλλικράτη» το 2010 και η νομοθετική ισχύς του επανήλθε με το άρθρο 7 του ν. 4623/2019. Η διοικητική συμβολή του Συμπαραστάτη, ως ανεξάρτητη αρχή και διαμεσολαβητής, μεταξύ θιγόμενων πολιτών/επιχειρήσεων και υπηρεσιών του δήμου, συμπυκνώνεται στην επίλυση των διαχρονικών προβλημάτων κακοδιοίκησης, καθώς και στην υποβολή από μέρους του εξειδικευμένων προτάσεων για τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης.

Συνοδευτική εικόνα της δημοσίευσης που παράχθηκε με το πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης Dall-EΕπομένως, ο θεσμός αυτός γεννήθηκε από την ανάγκη αντιμετώπισης των παγιωμένων μεροληπτικών πρακτικών και της επιλεκτικής πρόσβασης στα κέντρα αποφάσεων των δημοτικών αρχών, αλλά και λόγω υπερφόρτωσης της δημοτικής αρχής από αιτήματα και πολιτών και συλλογικοτήτων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα καταγγελιών συνιστούν τα πολεοδομικά θέματα, η καθαριότητα, οι μειωμένες θέσεις στάθμευσης σε μόνιμους κατοίκους στο κέντρο της Αθήνας, η κακή συμπεριφορά δημοτικών αστυνομικών ή η εσφαλμένη εφαρμογή του ΚΟΚ, οι αλληλεπικαλύψεις αρμοδιοτήτων υπηρεσιών κ.λπ.

Παρά, λοιπόν, την πρόδηλη αναγκαιότητα εξυγίανσης της δημόσιας διοίκησης, σε επίπεδο μεγάλων Δήμων αλλά και Περιφερειών, στην αυτοδιοικητική θητεία, που βαίνει στην ολοκλήρωσή της, υπηρετούν 39 Συμπαραστάτες από τους συνολικά 150 δήμους άνω των 20.000 κατοίκων που υποχρεούνται να εκλέξουν. Παράλληλα, υπηρετούν μόλις έξι Περιφερειακοί Συμπαραστάτες από τις συνολικά 13 Περιφέρειες της χώρας.

Οι περισσότεροι δήμοι άνω των 20.000 κατοίκων αλλά και Περιφέρειες δεν εκκίνησαν καν την προβλεπόμενη από τον νόμο διαδικασία ώστε να εκλέξουν Συμπαραστάτη του Δημότη, να δρομολογήσουν τουλάχιστον τις διαδικασίες ακόμη και αν αυτές δεν τελεσφορήσουν. Μεταξύ των δήμων που αδράνησαν, βρίσκεται τόσο ο μεγαλύτερος δήμος της χώρας, ο Δήμος Αθηναίων, όσο και η μεγαλύτερη Περιφέρεια της Επικράτειας, η Περιφέρεια Αττικής, οι οποίοι δεν έχουν εκλέξει Συμπαραστάτη.

Το εύλογο ερώτημα που γεννάται, εν προκειμένω, είναι αν υπάρχει η βούληση από πλευράς δημοτικής αρχής να εκλέξει έναν ανεξάρτητο διοικητικό φορέα, ο οποίος με επιστημονική επάρκεια και πολιτική ουδετερότητα θα ελέγχει, θα μεταφέρει και θα επισημαίνει τις ολιγωρίες της Αρχής και θα προτείνει βελτιωτικά μέτρα, τορπιλίζοντας βολικές πρακτικές, που συντηρούν χρόνιες παθογένειες στην αυτοδιοίκηση. Παράλληλα, την ανάδειξη του Συμπαραστάτη, η οποία γίνεται από τα δημοτικά συμβούλια, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο η αυξημένη απαιτούμενη πλειοψηφία των 3/5 του σώματος, η οποία βεβαίως προϋποθέτει κουλτούρα ευρύτερων συναινέσεων, την οποία δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει να οικοδομήσουμε, ούτε σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, αλλά ούτε καν στην αυτοδιοίκηση για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

Εκείνο, πάντως, που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι, όπου εφαρμόστηκε ο θεσμός, πάνω από το 60% των αιτημάτων των πολιτών επιλύονται, υπό τη μη αυτονόητη όμως προϋπόθεση ότι η υπηρεσία δεν αγνοεί τις παρεμβάσεις του Συμπαραστάτη. Με τον τρόπο αυτό, δυσκίνητες υπηρεσίες, που αποτελούσαν τροχοπέδη για την αποτελεσματική εξυπηρέτηση πολιτών και επιχειρήσεων, προσαρμόζονται σταδιακά στη νέα ψηφιακή εποχή, που εμπεδώθηκε την περίοδο της πανδημίας και επέτρεψε δράσεις αλληλεγγύης, όπως την ενεργοποίηση της υπηρεσίας «Βοήθεια στο Σπίτι», που νομοθετήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Από τα ανωτέρω προκύπτει αβίαστα η ανάγκη εκσυγχρονισμού και υποστήριξης του θεσμού του Συμπαραστάτη προς το συμφέρον των πολιτών μεγάλων δήμων, όπως ο Δήμος Αθηναίων. Η στήριξη αυτή θα μπορούσε να εξειδικευτεί με τη σύσταση αυτοτελούς τμήματος, που να στελεχώνεται με ευθύνη του Συμπαραστάτη από τον οικείο ΟΤΑ, παρέχοντας επιστημονική και διοικητική και υλικοτεχνική υποστήριξη, ενώ οι επιστημονικές προτάσεις βελτίωσης των υπηρεσιών να εισάγονται υποχρεωτικά ως θέμα συζήτησης στο Δημοτικό/Περιφερειακό Συμβούλιο.

Καταληκτικά, ο Συμπαραστάτης του Δημότη κινείται έξω από τη λογική της άσκησης εξουσιαστικής πολιτικής, αλλά και διεκπεραιωτικής λογικής. Ως εκ τούτου, δεν επιβάλλει δεσμευτικά το αποτέλεσμα της κρίσης του, συνδιαλέγεται με τους πολίτες ή τις επιχειρήσεις και τις αρμόδιες υπηρεσίες και αναζητά τον προσφορότερο τρόπο επίλυσης των προβλημάτων και γεφύρωσης της γραφειοκρατικής απόστασης μεταξύ διοίκησης και διοικούμενου. Σε κάθε περίπτωση, η δημοτική αρχή φέρει την ευθύνη της λήψης των αποφάσεων, με όρους, όμως, ενίσχυσης, διαφάνειας, βελτίωσης των παρεχόμενων υπηρεσιών, καταπολέμησης των φαινομένων κακοδιοίκησης και ενθάρρυνσης της κουλτούρας της διαμεσολάβησης και της επίτευξης ευρύτερων συναινέσεων.

 

Αναδημοσίευση από Εφημερίδα των Συντακτών